-ηλος

-ηλος
οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα -λο- ανάγονται σε ΙΕ επίθημα *-lο-, το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί και ως κατηγορούμενα (αντίθετα με άλλες, όπως λ.χ. τις μετοχές με επίθημα *-nt-, που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως κατηγορούμενα). Ίχνη τής ανωτέρω παραγωγικής διαδικασίας διατηρήθηκαν σε ορισμένους αρχαϊκούς τ. τής Ελληνικής, όπως μαινόλης «τρελός, έξω φρενών» (< μαίνομαι). Στην Αρχαία Ελληνική, το επίθημα *-lο- συχνά επαυξήθηκε (με απόσπαση από το θέμα) με διάφορα φωνήεντα και δημιουργήθηκαν νέα επιθήματα, όπως -ελο-, -ωλο-, -αλο-. Το -η- τής ιων.-αττ. κατάλ. -ηλός προήλθε από συγχώνευση είτε θεματικού φωνήεντος -ε- με το επίθημα -ελο- (π.χ. νοσέ-ω > *νοσε-ελό-ς > νοσηλός) είτε θεματικού φωνήεντος -α- με το επίθημα -αλο- (π.χ. απατά-ω > *απατα-αλό-ς > απατηλός). Την κατάλ. -ηλος εμφανίζει και το δήλος «φανερός, ορατός» (< *δέ-ελο-ς < δέ-ατο «φαινόταν, έμοιαζε»). Η χρήση τής κατάλ. -ηλός επεκτάθηκε νωρίς στη δημιουργία και μετονοματικών παραγώγων (π.χ. ύψος > υψηλός, όμβρος «βροχή» > ομβρηλός «βροχερός») μερικά από τα οποία διατήρησαν, όπως και το δήλος, κατ' εξαίρεση, τον τόνο επί τού θέματος (π.χ. κίβδος «σκουριά» > κίβδη-λος). Με την ίδια κατάληξη σχηματίστηκαν και ουσιαστικά (π.χ. θύω > θυηλή «θυσία», δείκνυμι > δείκηλον «θέαμα», τρέχω / τροχός > τράχηλος). Ορισμένοι όμως τ. σε -ηλός είναι μάλλον δάνεια και όχι ελληνικής προέλευσης παράγωγα (π.χ. κάπηλος, φάσηλος «φασόλι»). Στη Νέα Ελληνική η χρήση τής κατάλ. -ηλός είναι περιορισμένη. Αντιπροσωπευτικό δείγμα νεοελλ. παραγώγου σε -ηλός είναι το σφριγηλός (< σφρίγος).Λέξεις τής Ελληνικής με την κατάλ. -ηλός (σε περιπτώσεις συνθέτων ο τόνος πολλές φορές αναβιβάζεται, ενώ υπάρχουν και ορισμένα παράγωγα που διατήρησαν τον τόνο στο θέμα) είναι οι εξής: άδηλος, αισχυντηλός, ακίβδηλος, ανεξίτηλος, απατηλός, ατράχηλος, αυτόδηλος, δήλος, διάδηλος, έκδηλος, ένδηλος, εξίτηλος, κατάδηλος, κίβδηλος, λεπτοτράχηλος, μεγαλοτράχηλος, πασίδηλος, πρόδηλος, ριγηλός, σιγηλός, σιωπηλός, σκληροτράχηλος, τραχηλός, τρυφηλός, (υ)ψηλός, χαμηλός
αρχ.
αβροπέτηλος, αεργηλός, αΐδηλος, αμφίδηλος, αμφιτράχηλος, ανάδηλος, ανεπίδηλος, απέτηλος, αρίδηλος, ασύνδηλος, ατυζηλός, βραχυτράχηλος, γυμνηλός, δημεχθηλός, είσπνηλος, έκηλος, επίδηλος, ερίδηλος, ερυγμηλός, ετεροτράχηλος, εύδηλος, ευθυτράχηλος, ευτράχηλος, ίτηλος, κακοτράχηλος, καλλιπέτηλος, καλοτράχηλος, καπνηλός, καταριγηλός, κολοβοτράχηλος, λευκοπέτηλος, λευκοτράχηλος, λιθοτράχηλος, μακροτράχηλος, μεγαλόδηλος, μικροτράχηλος, μιμηλός, μώμηλος, νοσηλός, οκνηλός, ομβρηλός, ορθηλός, παρατράχηλος, παχυτράχηλος, περίδηλος, περιτράχηλος, πέτηλος, πολυτράχηλος, σιμοτράχηλος, σκωπτηλός, στενοτράχηλος, στράβηλος, σύνδηλος, συντράχηλος, τριπέτηλος, υγροτράχηλος, υδρηλός, υπόδηλος, υποτράχηλος, υψηλοτράχηλος, υψιπέτηλος, φαγηλός, φιλύδρηλος, φυζηλός
νεοελλ.
σφριγηλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἦλος — barren spot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἧλος — nail head masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… …   Dictionary of Greek

  • ἥλοις — ἧλος nail head masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλοισι — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλοισιν — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλους — ἧλος nail head masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλῳ — ἧλος nail head masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἦλε — ἦλος barren spot masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἦλοι — ἦλος barren spot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”